- πτερνίς
- πτερνίςbottomfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πτέρνις — ὁ, Α είδος γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνα ή < πτερόν] … Dictionary of Greek
πτερνίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πυθμένας λεκάνης την οποία χρησιμοποιούσαν κυρίως στην ιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαλαμ ίς)] … Dictionary of Greek
πτερνίδα — πτερνίς bottom fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτερνίδες — πτερνίς bottom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρνις — ιδος, η, Ν ζωολ. μεγαλόσωμο αρπακτικό πουλί τής οικογένειας accipitridae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pernis σχηματισμένο από το ελλ. πτέρνις «είδος ιέρακος»] … Dictionary of Greek
ԳԱՐՇԱՊԱՐ — (ի, աց.) NBH 1 0531 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c, 11c գ. πτέρνα, νη, πτέρνις Calx, calcaneus, πέλμα planta pedis Կրուկն ոտից՝ մինչեւ ցկէսն թաթից. եւ Ներբան կոխօղ. եւ Հետք կոխողին. կոճ, եւ ոտից տակը. էօքչէ, դօփուգ, տապան.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)